δευτερότριτος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(big3_11)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />gram. [[segundo en una serie de tres]] del demostrativo [[αὐτός]] frente a οὗτος (πρωτότριτος) y a [[ἐκεῖνος]] (τριτότριτος) <i>An.Bachm</i>.2.71.24.
|dgtxt=-ον<br />gram. [[segundo en una serie de tres]] del demostrativo [[αὐτός]] frente a οὗτος (πρωτότριτος) y a [[ἐκεῖνος]] (τριτότριτος) <i>An.Bachm</i>.2.71.24.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[δευτερότριτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος [[είναι]] δεύτερης και τρίτης ποιότητας («δευτερότριτο [[αλεύρι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>(αντων.)</b> όποιος [[είναι]] του τρίτου προσώπου σε [[σχέση]] [[προς]] το δεύτερο, όπως π.χ. η αντων. αυτός (η οποία δηλώνει το τρίτο [[πρόσωπο]] σε [[σχέση]] με το δεύτερο [[πρόσωπο]]).
}}
}}

Latest revision as of 06:27, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ον
gram. segundo en una serie de tres del demostrativo αὐτός frente a οὗτος (πρωτότριτος) y a ἐκεῖνος (τριτότριτος) An.Bachm.2.71.24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ δευτερότριτος, -ον)
νεοελλ.
όποιος είναι δεύτερης και τρίτης ποιότητας («δευτερότριτο αλεύρι»)
μσν.
(αντων.) όποιος είναι του τρίτου προσώπου σε σχέση προς το δεύτερο, όπως π.χ. η αντων. αυτός (η οποία δηλώνει το τρίτο πρόσωπο σε σχέση με το δεύτερο πρόσωπο).