δευτερότριτος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Spanish (DGE)
-ον
gram. segundo en una serie de tres del demostrativo αὐτός frente a οὗτος (πρωτότριτος) y a ἐκεῖνος (τριτότριτος) An.Bachm.2.71.24.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ δευτερότριτος, -ον)
νεοελλ.
όποιος είναι δεύτερης και τρίτης ποιότητας («δευτερότριτο αλεύρι»)
μσν.
(αντων.) όποιος είναι του τρίτου προσώπου σε σχέση προς το δεύτερο, όπως π.χ. η αντων. αυτός (η οποία δηλώνει το τρίτο πρόσωπο σε σχέση με το δεύτερο πρόσωπο).