διυλισμός: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(big3_12)
(9)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[purificación]] διϋλισμὸς αὐτῆς (ψυχῆς) Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.14.8, τοῦ πνεύματος Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.32.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[purificación]] διϋλισμὸς αὐτῆς (ψυχῆς) Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.14.8, τοῦ πνεύματος Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.32.
}}
{{grml
|mltxt=[[διυλισμός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[διύλιση]]<br /><b>2.</b> [[κάθαρση]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

διῡλισμός: -οῦ, ὁ, =διύλισις, Κλήμ. Ἀλ. 117.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
purificación διϋλισμὸς αὐτῆς (ψυχῆς) Iren.Lugd.Haer.1.14.8, τοῦ πνεύματος Clem.Al.Paed.1.6.32.

Greek Monolingual

διυλισμός, ο (Α)
1. διύλιση
2. κάθαρση.