purificación
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Spanish > Greek
ἀποδιϋλισμός, ἐξάλειψις, ἐξάγισις, ἅγνισμα, ἀποκάθαρσις, ἁγνεία, διυλισμός, ἀφαγνισμός, ἀφοσίωμα, ἀφοσίωσις, ἔκνιψις, ἁγνισμός, ἁγιστία