ελαιοπαραγωγός: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 06:28, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού.