πώληση

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

{{grml |mltxt=η / πώλησις, -ήσεως, ΝΑ, και πούληση Ν [[πωλῶ / πουλώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πωλώ, η παροχή ενός πράγματος σε κάποιον έναντι τιμήματος
νεοελλ.
1. (νομ.) αμφοτεροβαρής σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, ο πωλητής, αναλαμβάνει την υποχρέωση μεταβίβασης της κυριότητας και παράδοσης της κατοχής ενός πράγματος ή δικαιώματος στον άλλο, τον αγοραστή, ο οποίος αναλαμβάνει αντίστοιχα την υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα που συμφώνησαν
2. φρ. α) «αντικείμενο πώλησης»
(νομ.) κάθε οικονομικό αγαθό δεκτικό συναλλαγής και μεταβίβασης
β) «τίμημα πώλησης»
(νομ.) το συγκεκριμένο ποσό χρημάτων που συμφωνούν οι συμβαλλόμενοι ως αντάλλαγμα για την μετάθεση της κυριότητας του πωλουμένου πράγματος ή δικαιώματος
γ) «πώληση με δοκιμή»
(νομ.) πώληση της οποίας η ισχύς εξαρτάται απόλυτα από την προηγούμενη εξέταση και έγκριση του πωλουμένου από τον αγοραστή
δ) «πώληση με δόσεις και επιφύλαξη κυριότητας»
(νομ.) πώληση με πρόσθετη συμφωνία ότι ο πωλητής αποδεσμεύεται από την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει την κυριότητα του πωλουμένου πριν από την αποπληρωμή του τιμήματος
ε) «πώληση λειανική»
(οικον.) πώληση αγαθών, συνήθως μικρής ποσότητας, και υπηρεσιών στους καταναλωτές
στ) «πώληση χονδρική»
(οικον.) πώληση εμπορευμάτων, συνήθως σε μεγάλες ποσότητες και σχεδόν πάντοτε σε κόστος πολύ χαμηλότερο από τη μέση λειανική τιμή, σε πρόσωπα άλλα εκτός τών λειανοπωλητών
ζ) «πώληση με ταχυδρομείο»
(οικον.) μέθοδος εμπορίας όπου η προσφορά του πωλητή γίνεται ταχυδρομικώς, μέσω μαζικής κυκλοφορίας καταλόγου ή μέσω διαφήμισης σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, και ο αγοραστής απευθύνει την παραγγελία του ταχυδρομικώς
η) «πωλήσεις ακαθάριστες»
(οικον.) το συνολικό ποσό τών τιμολογίων πώλησης χωρίς να αφαιρεθούν οι επιστροφές και οι εκπτώσεις
θ) «πωλήσεις καθαρές»
(οικον.) το συνολικό ποσό τών πωλήσεων μετά την αφαίρεση τών επιστροφών και τών εκπτώσεων
ι) «πώληση αναγκαστική»
(νομ.) πώληση σε πλειστηριασμό στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης
ια) «πώληση εικονική»
(νομ.) ανειλικρινής, ανύπαρκτη και πλασματική πώληση με χαρακτηριστικό της την εικονικότητα
ιβ) «πώληση με εξώνηση»
(νομ.) πώληση κατά την οποία ο πωλητής έχει δικαίωμα να πάρει πίσω το αγαθό που πούλησε, αλλά με συμφωνημένο τίμημα και μέσα σε ορισμένη προθεσμία
ιγ) «πώληση με πίστωση»
(νομ. -οικον.) πώληση κατά την οποία ο πωλητής δίνει στον αγοραστή ορισμένη προθεσμία για την καταβολή του τιμήματος
ιδ) «πώληση με προμήθεια»
(νομ. -οικον.) πώληση που γίνεται από παραγγελιοδόχο, αντιπρόσωπο ή μεσίτη με αντάλλαγμα ορισμένη αμοιβή. }}