Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(47c) |
(No difference)
|
ψιμυθιῶ, -όω, ΝΑ, και ψιμμυθιῶ και ψυμυθιῶ και ψημυθιῶ, -όω, Α ψίμυθος / -ύθιον]
νεοελλ.
αλείφω το πρόσωπο με καλλυντικά, φτειασιδώνω
αρχ.
λευκαίνω το πρόσωπο με ψιμύθιο («ἐψιμυθιῶσθαι
προστετρίφθαι τρίμματι λευκὸν τὸν χρῶτα ποιοῡντι», Μέγα Ετυμολογικόν).