ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(47c) |
(No difference)
|
-η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα και στον ψαρά
2. το ουδ. ως ουσ. το ψαράδικο
α) ιχθυοπωλείο
β) ψαροκάικο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαράδικα
(με περλπτ. σημ.) ιχθυαγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαράς, πληθ. ψαράδες, + κατάλ. -ικος (πρβλ. φαγ-άδ-ικος)].