άβατον: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἄβατον, το (Α) βαίνω
τμήμα του ναού ή τόπος ιερός, όπου δεν επιτρεπόταν η είσοδος παρά μόνο στους ιερείς.