είσοδος
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
η (AM εἴσοδος)
1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ' έναν χώρο («είσοδος του δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού»)
2. εισόδημα, έσοδο
3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα θέατρα»)
νεοελλ.
1. συμμετοχή σε οργανωμένο σύνολο ανθρώπων για πρώτη φορά («είσοδος στην ακαδημία»)
2. μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη («είσοδος στην εφηβική ηλικία»)
3. αντίτιμο εισιτηρίου
μσν.- νεοελλ.
εκκλ.
1. «μεγάλη είσοδος» — η μεταφορά τών τιμίων δώρων στο άγιο βήμα για καθαγιασμό
2. «μικρή είσοδος» α) μεταφορά του ιερού ευαγγελίου στο κέντρο του ναού
β) είσοδος του ιερέα στο άγιο βήμα
γ) η είσοδος της Παναγίας στον ναό, τα εισόδια
αρχ.
1. (στο αρχ. θέατρο) το μέρος απ' όπου έμπαινε ο χορός
2. μέσο, ή τρόπος επιτυχίας
3. εγγραφή στον κατάλογο αυτών που πρόκειται να αγωνιστούν σε διάφορα αθλήματα
4. επίσκεψη
5. εξέταση, έρευνα.
Translations
entrance
Albanian: hyrje; Arabic: مَدْخَل; Egyptian Arabic: دخول; Armenian: մուտք; Azerbaijani: giriş; Basque: sareera; Belarusian: уваход, уезд, пад'езд; Bengali: প্রবেশ; Bulgarian: вход; Burmese: အဝင်; Catalan: entrada; Chichewa: khomo; Chinese Cantonese: 入口; Mandarin: 入口, 門口, 门口, 進口, 进口; Czech: vchod; Danish: indgang; Dutch: ingang; Esperanto: enirejo; Estonian: sissepääs; Finnish: sisäänkäynti; French: entrée; Friulian: jentrade; Galician: entrada; Georgian: შესასვლელი; German: Eingang, Einfahrt; Gothic: 𐌹𐌽𐌽𐌰𐍄𐌲𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: είσοδος; Ancient Greek: εἴσοδος; Greenlandic: isertarfik; Hebrew: כְּנִיסָה; Hindi: प्रवेश; Hungarian: bejárat; Icelandic: inngangur; Indonesian: jalan masuk; Italian: entrata, ingresso; Japanese: 入口; Kazakh: есік; Khmer: ទ្វារចូល; Korean: 입구(入口); Kurdish Central Kurdish: قاپی; Kyrgyz: эшик, кириш, кирме; Ladin: ntreda; Lao: ທາງເຂົ້າ; Latin: ostium, aditus, introitus, vestibulum; Latvian: ieeja; Lithuanian: įėjimas; Luxembourgish: Agank; Macedonian: влез; Maori: kūaha; Mongolian: орц, орох хаалга; Norwegian: inngang, entré; Occitan: intrada; Pashto: مدخل; Persian: ورودی, ورود; Polish: wejście; Portuguese: entrada; Romanian: intrare; Russian: вход, въезд, подъезд, парадная; Sanskrit: प्रवेश; Serbo-Croatian Cyrillic: улаз; Roman: ulaz; Slovak: vchod; Slovene: vhod; Spanish: entrada; Swedish: ingång c, entré; Tagalog: pasukan, entrada; Tajik: даромад, вуруд; Thai: ทางเข้า; Turkish: giriş, girme; Turkmen: girelge; Ukrainian: вхід, в'їзд; Urdu: داخلہ; Uzbek: eshik, kirish; Venetian: entrada, intrada; Vietnamese: lối vào; Volapük: nügolöp; Walloon: intrêye; Yiddish: אַרײַנגאַנג
entry fee
English: entry fee, entrance fee; Finnish: pääsymaksu; German: Aufnahmegebühr, Beitrittsgebühr, Einlassgebühr, Eintrittsgebühr, Eintrittsgeld, Eintrittspreis; Greek: είσοδος; Ancient Greek: ἀπαρχή, εἰσαγώγιον, εἰσηλύσιον, ἐντάγιον, ὑποστατικόν; Maori: moni whakauru; Polish: wejściówka, opłata za wejście; Spanish: cobro de entrada; Swedish: inträdesavgift