άβατον

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

ἄβατον, το (Α) βαίνω
τμήμα του ναού ή τόπος ιερός, όπου δεν επιτρεπόταν η είσοδος παρά μόνο στους ιερείς.