Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(1) |
(No difference)
|
ἁβρόγοος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί, που μοιρολογά σαν γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + γόος.