αγγειακός: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τα αγγεία και ειδικότερα με τα αιμοφόρα αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγείο + παραγ. κατάλ. -ακός].