Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
-ή, -όο σχετικός με τα αγγεία και ειδικότερα με τα αιμοφόρα αγγεία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγγείο + παραγ. κατάλ. -ακός].