αγγειόσπερμα: Difference between revisions
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:30, 29 September 2017
Greek Monolingual
τα (Βοτ)
οικογένεια φανερόγαμων φυτών που τα σπέρματά τους είναι κλεισμένα σε αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < angiospermae, νεολατιν. επιστημονικός όρος < ελλ. αγγείο + σπέρμα.