άγκος: Difference between revisions
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
(1) |
(No difference)
|
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
(1) |
(No difference)
|
ἄγκος, το (Α)
οτιδήποτε είναι καμπύλο ή κοίλο και συνεκδοχικά ορεινή κοιλάδα, φαράγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από ρίζα ἀγκ-, όπως και το ἀγκύλος].