άγκος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἄγκος, το (Α)
οτιδήποτε είναι καμπύλο ή κοίλο και συνεκδοχικά ορεινή κοιλάδα, φαράγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από ρίζα ἀγκ-, όπως και το ἀγκύλος].