Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοιλάδα

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

η (AM κοιλάς, -άδος) κοίλος
επίμηκες εδαφικό κοίλωμα ποικίλου πλάτους, που έχει διανοιχθεί κυρίως από τη διαβρωτική ενέργεια του τρεχούμενου επιφανειακού νερού (α. «η κοιλάδα τών Τεμπών» β. «καὶ παρετάξαντο αὐτοῖς εἰς πόλεμον ἐν τῇ κοιλάδι», ΠΔ)
αρχ.
1. κοίλωμα, κοιλότητα
2. θηλ. του επιθ. κοίλος.