αγιαστήριον: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:31, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἁγιαστήριον, το (AM)
μσν.
βαπτιστήριο
αρχ.
ιερός τόπος, ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγιάζω + παραγ. κατάληξη -τήριον].