αγιαστήριον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(1)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἁγιαστήριον, το (AM)
μσν.
βαπτιστήριο
αρχ.
ιερός τόπος, ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγιάζω + παραγ. κατάληξη -τήριον].