αγκυλόγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:31, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀγκυλόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που πάσχει από αγκυλογλωσσία, ο βραδύγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + γλῶσσα.