ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(1) |
(No difference)
|
ἄγυιος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + γυῖον (= μέλος)].