αδικόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀδικόμαχος, -ον (Α)
(για άλογα) ατίθασος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο- + μάχη.
ΠΑΡ. ἀδικομαχῶ
αρχ.
ἀδικομαχία.