αθεσμόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(1)
(No difference)

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀθεσμόβιος, -ιον (Α)
αυτός που ζει έξω από την ηθική τάξη, εκτός νόμου, άνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθεσμος + -βιος < βιῶ].