αιδοίος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:34, 29 September 2017
Greek Monolingual
αἰδοῑος, -α, -ον (Α)
1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός
2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας
3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος
4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός, ντροπαλός
5. Αἰδοῑος Ζεύς, ο Δίας ως θεός του ελέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδόσ-ιος < αἰδώς.
ΠΑΡ. αιδοίο].