συλλήβδην
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
Adv. altogether, en masse, collectively, in sum, in short, Thgn.147 (= Phoc. 17); βραχεῖ δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε A.Pr.505; ταῦτα ἐπράθη συλλήβδην ἅπαντα IG12.325.21; ἀγαθὰ συλλήβδην ἅπαντά σοι φέρω Ar.Pl.646; τὸν φόρον . . συλλήβδην τὸν προσιόντα Id.V.657 (anap.); ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς . . ἀρετῆς = injustice, impiety, and, in short, everything that is opposed to virtue Pl.Prt.324a, cf. 325c; συλλήβδην διδάσκειν Isoc.4.29; opp. κατὰ σμικρόν (little by little), Pl.R.344b; opp. καθ' ἓν ἕκαστον, X.Oec.19.14.
German (Pape)
[Seite 975] adv., zusammenfassend, zusammengefaßt; βραχεῖ δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε, Aesch. Prom. 505; Theogn. 147; Ar. Vesp. 657; ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς, Plat. Prot. 323 e; Gorg. 476 d; Gegensatz κατὰ σμικρόν, Rep. I, 344 a; σ. ἅπαντες, alle zusammen, Lys. 13, 4; Isocr. 4, 29; dem καθ' ἕκαστον entgegengestzt, Xen. Oec. 19, 14; Pol. 15, 10, 5 u. oft, wie a. Sp., z. B. Luc. Hermot. 69.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en somme, en un mot;
2 en général.
Étymologie: συλλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλλήβδην [συλλαμβάνω] adv., bij elkaar, over het geheel genomen, in het kort:. ἀγαθὰ σ. ἅπαντα σοι φέρω ik breng je alle goede dingen bij elkaar Aristoph. Pl. 646; πάντα σ. μάθε verneem alles bij elkaar of in één keer Aeschl. PV 505; ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς onrechtvaardigheid en goddeloosheid en, kortom, alles wat tegenovergesteld is aan de politieke deugd Plat. Prot. 324a.
Russian (Dvoretsky)
συλλήβδην: adv.
1 в сжатом виде, одним словом (πάντα μαθεῖν Aesch.);
2 в собранном виде, сразу, в целом (ἀγαθὰ ἅπαντά τινι φέρειν Arph.): οὐ κατὰ σμικρόν, ἀλλὰ σ. Plat. не постепенно, а сразу;
3 в общем виде, вообще (ἐρωτᾶν Xen.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. συνολικά και χωρίς διάκριση, όλους ή όλα μαζί (α. «τους οδήγησαν συλλήβδην στο τμήμα» β. «βραχεί δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συλ-ληβ- του συλλαμβάνω (πρβλ. σύλληψις) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. συμβάδην)].
Greek Monotonic
συλλήβδην: (συλλαμβάνω), επίρρ., περιληπτικά, συνολικά, εν συντομία, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συλλήβδην: Ἐπίρρ., περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ἐν συνόλῳ, ἢ ὅλα ὁμοῦ, ἐν συντόμῳ, Θέογν. 147, Φωκυλ. 18· βραχεῖ δὲ μύθῳ πάντα σ. μάθε Αἰσχύλ. Πρ. 505· ἀγαθὰ σ. ἅπαντά σοι φέρω Ἀριστοφάν. Πλ. 646· τὸν φόρον... σ. τὸν προσιόντα ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 657· ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ ξ. πᾶν τὸ ἐναντίον... τῆς ἀρετῆς Πλάτ. Πρωτ. 323Ε, πρβλ. 325C· σ. διδάσκειν Ἰσοκρ. 46C· ἀντίθετον τῷ κατὰ σμικρὸν (ὀλίγον κατ’ ὀλίγον), Πλάτ. Πολ. 344Α· τῷ καθ’ ἕκαστον, Ξεν. Οἰκ. 19. 14.
Middle Liddell
συλλαμβάνω
adv. collectively, in sum, in short, Theogn., Aesch., etc.
English (Woodhouse)
briefly, comprehensively, concisely, in a lump
Translations
altogether
Bulgarian: напъ́лно, съвсем; Catalan: totalment, completament; Danish: uden undtagelse; Dutch: zonder uitzondering, geheel, totaal; Finnish: täysin; French: complètement; German: ganz und gar, ohne Ausnahme, ausnahmslos, insgesamt, gänzlich; Ancient Greek: πάνυ; Hungarian: mindannyian; Irish: ar fad; Italian: del tutto; Latin: omnino; Maori: tokitoki; Norwegian Bokmål: uten unntak; Nynorsk: utan unntak; Occitan: completament; Polish: całkowicie, całkiem, zupełnie; Portuguese: completamente; Romanian: complet, total; Russian: всецело, совсем; Scots: awthegither; Scottish Gaelic: air fad, gu lèir; Slovak: celkom, úplne; Spanish: totalmente, completamente; Turkish: hep birlikte, topluca, cümbür cemaat
en masse
Chinese Mandarin: 集體, 集体; Dutch: massaal; Esperanto: amase; Finnish: joukoittain, sankoin joukoin, yhtenä joukkona, yhtenä miehenä; French: en masse; German: in Massen; Greek: μαζικά; Ancient Greek: πᾰνδημεί; Ido: amase; Irish: le chéile; Italian: in massa, massivamente; Khmer: កក; Maori: kōpuni, kurupe, pūtere, tōpū; Old English: hēapmǣlum; Portuguese: em massa; Romanian: în masă; Russian: целиком, совместно, в целом, в массе, вместе, во множестве; Spanish: en tromba, en masa; Swedish: i massor; Vietnamese: rộ, hàng loạt, cả đám