ἀκατάστρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede derribarse]] (κίων) Sch.Pi.<i>O</i>.p.82 Böckh, glos. a [[ἀνένδοτος]] Hsch. | |dgtxt=-ον<br />[[que no puede derribarse]] (κίων) Sch.Pi.<i>O</i>.p.82 Böckh, glos. a [[ἀνένδοτος]] Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστρεπτος]], -ον) (νεοελλ. και ακατάστρεφτος) [[καταστρέφω]]<br />αυτός που δεν έχει καταστραφεί ή δεν [[είναι]] δυνατόν να καταστραφεί ή να ανατραπεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be overthrown, Sch.Pi.O.2.146.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάστρεπτος: -ον, ὁ μὴ καταστρεφόμενος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 146.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede derribarse (κίων) Sch.Pi.O.p.82 Böckh, glos. a ἀνένδοτος Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάστρεπτος, -ον) (νεοελλ. και ακατάστρεφτος) καταστρέφω
αυτός που δεν έχει καταστραφεί ή δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί ή να ανατραπεί.