θακώ: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

θακῶ, -έω, ιων. και δωρ. τ. θωκῶ, -έω (Α) θάκος
1. κάθομαι («έν θρόνῳ θωκέων», Ηρόδ.)
2. κάθομαι στον βωμό ως ικέτηςβώμιος θακεῑς», Ευρ.).