βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(16) |
(No difference)
|
θακῶ, -έω, ιων. και δωρ. τ. θωκῶ, -έω (Α) θάκος
1. κάθομαι («έν θρόνῳ θωκέων», Ηρόδ.)
2. κάθομαι στον βωμό ως ικέτης («βώμιος θακεῑς», Ευρ.).