ζωότης: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_12)
(16)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωότης''': -ητος, ἡ, ζωϊκὴ [[φύσις]], Πλούτ. 2. 1001Β, Γαλην. 5. σ. 336· πρβλ. [[θειότης]].
|lstext='''ζωότης''': -ητος, ἡ, ζωϊκὴ [[φύσις]], Πλούτ. 2. 1001Β, Γαλην. 5. σ. 336· πρβλ. [[θειότης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ζῳότης]], ἡ (Α) [[ζῴον]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του ζώου, η ζωική [[φύση]]<br /><b>2.</b> ζωτική [[δύναμη]], [[ζωτικότητα]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1144] ητος, ἡ, Thierheit, im Ggstz von θειότης gebildet, Plut. Qu. Plat. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ζωότης: -ητος, ἡ, ζωϊκὴ φύσις, Πλούτ. 2. 1001Β, Γαλην. 5. σ. 336· πρβλ. θειότης.

Greek Monolingual

ζῳότης, ἡ (Α) ζῴον
1. η ιδιότητα του ζώου, η ζωική φύση
2. ζωτική δύναμη, ζωτικότητα.