ηπειρώτης: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις)
1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό
2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ' ἠπειρώτας δι' ἀφθονίαν της χώρας... περιορῶντας», Ισοκρ.)
3. ως κύρ. όν. ο Ηπειρώτης, η Ηπειρώτισσα
ο κάτοικος της Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειρο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας
2. φρ. «ἠπειρῶτις ξυμμαχία» — συμμαχία με ηπειρωτική δύναμη (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -ώτης, πρβλ. επαρχι-ώτης. Δηλώνει τον κάτοικο της ξηράς σε αντιδιαστολή προς αυτόν τών νησιών και αναφερόταν κυρίως στους κατοίκους της Μικράς Ασίας και της Ηπείρου].