ήπειρος
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
Greek Monolingual
η (AM ἤπειρος, Α και δωρ. τ. ἄπειρος)
1. ξηρά, στεριά σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα ή προς τα νησιά («μήτ' ἐν θαλάσσῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ», Αριστοφ.)
2. καθεμιά από τις μεγάλες ενότητες της ξηράς της γης («οι πέντε ήπειροι»)
3. (ως κύριο όνομα) η Ήπειρος
η περιοχή μεταξύ του Ιονίου πελάγους, του Αμβρακικού κόλπου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας και τών Ακροκεραυνίων ορέων
αρχ.
1. πεδιάδα, κάμπος
2. έκταση γης που σκεπαζόταν από τα νερά του Νείλου στην περίοδο της ετήσιας πλημμύρας
3. (ως κύριο όνομα) η Δυτική Στερεά Ελλάδα
4. φρ. α) «κατ' ἤπειρον» — διά ξηράς
β) «δισσαὶ ἤπειροι» — η Ευρώπη και η Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄπερ-jος, με αντέκταση (ο αιολ. τ. ἄπερρος προέρχεται από τον ίδιο αμάρτυρο τ. με αφομοίωση). Η λ. —εξαιρέσει του επιθήματος -jos — συνδέεται με γερμ. Ufer «όχθη» και αγγλοσαξ. ōfer, ανάγεται δε σε ΙE āpero- «όχθη». Η λ. ήπειρος είχε αρχικά τη σημασία «παραλία - στερεά γη» εν αντιθέσει προς τη θάλασσα, αλλ' από τον Ηρόδοτο κ. εξ. δήλωσε την «ήπειρο» σε αντιδιαστολή με τα νησιά
από εδώ προήλθε και το κύριο όνομα Ήπειρος.
ΠΑΡ. ηπειρώτης
αρχ.
ηπειρόθεν, ηπειρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ηπειρογενής
(Β' συνθετικό) αρχ. λευκήπειρος, μεσήπειρος.