ηδονοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(16) |
(No difference)
|
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(16) |
(No difference)
|
ο
αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που κυνηγά την ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο- (< ηδονή) + -θηρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο-θήρας, ψηφο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].