ηδονοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που κυνηγά την ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο- (< ηδονή) + -θηρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο-θήρας, ψηφο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].