ζεστούτσικος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ελαφρώς ζεστός («το σπίτι αυτό είναι ζεστούτσικο τον χειμώνα»)
2. αυτός που έχει λίγο πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + υποκορ. κατάλ. -ουτσικος (πρβλ. γλυκ-ούτσικος, κουτ-ούτσικος)].