ζεστούτσικος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ελαφρώς ζεστός («το σπίτι αυτό είναι ζεστούτσικο τον χειμώνα»)
2. αυτός που έχει λίγο πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + υποκορ. κατάλ. -ουτσικος (πρβλ. γλυκούτσικος, κουτούτσικος)].