θυλακίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

ή ιατρ.
1. φλεγμονή του τριχοσμηγματικού θυλάκου
2. κάθε φλεγμονή θυλακίου ή θυλάκου, ιδίως ορογόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. folliculitis < λατ. folliculus «θυλάκιο» + -itis)].