ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(17) |
(No difference)
|
ἰθυμάχος, -ον (Α)
1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια
2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο-μάχος, πυγ-μάχος].