κατακρύπτω: Difference between revisions

19
(SL_1)
(19)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κατακρύπτω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bury]] κατᾰκρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνὰν [[χάριν]] (O. 8.79) [[οὐκ]] [[ἔραμαι]] πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31)
|sltr=[[κατακρύπτω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bury]] κατᾰκρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνὰν [[χάριν]] (O. 8.79) [[οὐκ]] [[ἔραμαι]] πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31)
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατακρύπτω]] Α και [[κατακρύφω]])<br />[[κρύβω]] [[κάτι]] [[τελείως]], [[κατακαλύπτω]] («τους... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] («κατακρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνάν [[χάριν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> κρύβομαι<br /><b>3.</b> (για τους θεούς) [[κρύβω]] την πραγματική μου [[μορφή]], μεταμορφώνομαι.
}}
}}