Anonymous

κατακρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατακρύπτω]] Α και [[κατακρύφω]])<br />[[κρύβω]] [[κάτι]] [[τελείως]], [[κατακαλύπτω]] («τους... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] («κατακρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνάν [[χάριν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> κρύβομαι<br /><b>3.</b> (για τους θεούς) [[κρύβω]] την πραγματική μου [[μορφή]], μεταμορφώνομαι.
|mltxt=(AM [[κατακρύπτω]] Α και [[κατακρύφω]])<br />[[κρύβω]] [[κάτι]] [[τελείως]], [[κατακαλύπτω]] («τους... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] («κατακρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνάν [[χάριν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> κρύβομαι<br /><b>3.</b> (για τους θεούς) [[κρύβω]] την πραγματική μου [[μορφή]], μεταμορφώνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακρύπτω:''' ποιητ. μτχ. <i>κακκρύπτων</i>, μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρύβω]], [[σκεπάζω]] εντελώς, [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[χρησιμοποιώ]] [[προκάλυψη]], κρύβομαι, αποκρύπτομαι, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}