καπητόν: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_21) |
(19) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰπητόν''': τό, ([[κάπη]]) [[τροφή]] ζῴων, παρὰ τῷ μεταγενεστέρῳ Λατινισμῷ capitum, Ἡσυχ. | |lstext='''κᾰπητόν''': τό, ([[κάπη]]) [[τροφή]] ζῴων, παρὰ τῷ μεταγενεστέρῳ Λατινισμῷ capitum, Ἡσυχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καπητόν]], τὸ (AM) [[κάπη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καλάθι]] κατασκευασμένο από [[λυγαριά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τροφή]] ζώων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1323] τό (vgl. κάπη), Viehfutter, Hesych.; vgl. capitum, Ammian. Marcell. 22, 4 u. unten καπίστριον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπητόν: τό, (κάπη) τροφή ζῴων, παρὰ τῷ μεταγενεστέρῳ Λατινισμῷ capitum, Ἡσυχ.
Greek Monolingual
καπητόν, τὸ (AM) κάπη
μσν.
καλάθι κατασκευασμένο από λυγαριά
αρχ.
τροφή ζώων.