ἰχθυόμορφος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχθυόμορφος''': -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ἰχθύος, Γεώργ. Σύγκελλ. σ. 16Β. | |lstext='''ἰχθυόμορφος''': -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ἰχθύος, Γεώργ. Σύγκελλ. σ. 16Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἰχθυόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] ψαριού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1276] fischgestaltig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ἰχθύος, Γεώργ. Σύγκελλ. σ. 16Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἰχθυόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή ψαριού.