αλσοβριθής: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:39, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ές
αυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + -βριθής < βρίθω.
(3) |
(No difference)
|
-ές
αυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + -βριθής < βρίθω.