δασώδης

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

German (Pape)

[Seite 524] ες, waldig, τόπος Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δασώδης: -ες, ὁ κεκαλυμμένος διὰ πυκνῶν θάμνων, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-ες boscoso τόποι Eutecnius Th.Par.12.9.

Greek Monolingual

-ες (AM δασώδης, -ες) δάσος
(για τόπο) σκεπασμένος με δάση ή με πυκνή, θαμνώδη βλάστηση.

Translations

woody

Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog