κατεγχειρίζω: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_6)
 
(20)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεγχειρίζω''': εἰς τὰς χεῖράς τινος [[παραδίδω]], τινὶ κ. Βυζ.
|lstext='''κατεγχειρίζω''': εἰς τὰς χεῖράς τινος [[παραδίδω]], τινὶ κ. Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατεγχειρίζω]] (Μ)<br />[[παραδίνω]] [[κάτι]] στα χέρια κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐγ</i>-[[χειρ]]-<i>ίζω</i> «[[δίνω]] στα χέρια»].
}}
}}

Latest revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κατεγχειρίζω: εἰς τὰς χεῖράς τινος παραδίδω, τινὶ κ. Βυζ.

Greek Monolingual

κατεγχειρίζω (Μ)
παραδίνω κάτι στα χέρια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγ-χειρ-ίζω «δίνω στα χέρια»].