κάφος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(6_2)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάφος''': [[κάπος]], Ἐτυμ. Μέγ.
|lstext='''κάφος''': [[κάπος]], Ἐτυμ. Μέγ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάφος]], ὁ (Α)<br />[[πνεύμα]], [[αναπνοή]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κάφος: κάπος, Ἐτυμ. Μέγ.

Greek Monolingual

κάφος, ὁ (Α)
πνεύμα, αναπνοή.