κολακικός: Difference between revisions

21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de flatteur;<br /><i>Cp.</i> κολακικώτερος, <i>Sp.</i> κολακικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
|btext=ή, όν :<br />de flatteur;<br /><i>Cp.</i> κολακικώτερος, <i>Sp.</i> κολακικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κολακικός]], -ή, -όν (Α) [[κόλαξ]]<br /><b>1.</b> [[κολακευτικός]] («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κολακική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[κολακεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κολακικώς</i> (AM)<br />κολακευτικώς.
}}
}}