Anonymous

κολακικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κολακικός]], -ή, -όν (Α) [[κόλαξ]]<br /><b>1.</b> [[κολακευτικός]] («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κολακική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[κολακεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κολακικώς</i> (AM)<br />κολακευτικώς.
|mltxt=[[κολακικός]], -ή, -όν (Α) [[κόλαξ]]<br /><b>1.</b> [[κολακευτικός]] («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κολακική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[κολακεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κολακικώς</i> (AM)<br />κολακευτικώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κολᾰκικός:''' -ή, -όν = [[κολακευτικός]], σε Πίνδ.
}}
}}