κορυβαντώδης: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
(No difference)
|
Revision as of 06:41, 29 September 2017
Greek Monolingual
κορυβαντώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, -αντ-ος + κατάλ. -ώδης].