κριομαχώ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

κριομαχῶ, -έω (Α)
μάχομαι χρησιμοποιώντας πολιορκητικό κριό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο-μαχώ, ναυ-μαχώ].