κοντούτσικος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο
κάπως κοντός, λίγο κοντός, κοντούλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρ-ούτσικος, στεν-ούτσικος)].