Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κωμωδώ: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(22)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

(Α κωμῳδῶ, -έω) κωμωδός
διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ' ὑμᾱς πεῑσαι... ἀλλ' ἐμὲ κωμῳδεῑν βουλόμενος», Λυσ.)
αρχ.
1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες
2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή του θεάτρου («ὡς κωμῳδεῑ τὴν πόλιν ἡμῶν», Αριστοφ.)
3. εισάγω χωρίορητό σε κωμωδία
4. φρ. «κωμῳδῶ τὰ δίκαια» — λέω τα δίκαια σε σάτιρα.