διακωμωδώ

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

(Α διακωμῳδῶ, -έω)
1. σατιρίζω κάποιον ή κάτι σε κωμωδία
2. γελοιοποιώ.