κωμωδία
Greek Monolingual
η (AM κωμῳδία)
1. θεατρικό έργο σε έμμετρο ή πεζό λόγο με ανάλαφρο, ευχάριστο, συνήθως σατιρικό χαρακτήρα και θέματα κυρίως από την καθημερινή ζωή
2. το φιλολογικό είδος αυτών τών έργων («ἡ ἀρχαία κωμῳδία παρήχθη παιδαγωγικὴν παρρησίαν ἔχουσα... Μετά ταῦτα... ἡ μέση κωμῳδία καί... ἡ νέα», Μ. Αυρ.)
3. γεγονός ή πράξη που προκαλεί γέλιο
νεοελλ.
φρ. α) «κωμωδία ηθών» — είδος δραματικής κωμωδίας που απεικονίζει και, συχνά, σατιρίζει τα ήθη και τη συμπεριφορά τών ανθρώπων
β) «παίζω κωμωδία» — υποκρίνομαι, λέω ψέματα
γ) «μού σκάρωσαν μια κωμωδία» — σχεδίασαν μια πράξη για να μέ εμπαίξουν και να γελάσουν εις βάρος μου
μσν.
1. μύθος
2. παροιμία
αρχ.
διασυρμός, εμπαιγμός («αἱ κατὰ τῶν θείων λογίων τολμώμεναι κωμῳδίαι» Θεοδώρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμωδός. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή comoedia και από αυτήν οι ευρωπαϊκές γλώσσες, πρβλ. αγγλ. comedy, γαλλ. comedie, γερμ. Komodie].